τυμπανοπλαστικός

τυμπανοπλαστικός
-ή, -ό, Ν [τυμπανοπλαστία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυμπανοπλαστία
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τυμπανοπλαστική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”